- ταυροκόλλα
- ταυροκόλλᾱ , ταυρόκολλαglue made from bulls' hidesfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταυρόκολλα — glue made from bulls hides fem nom/voc sg ταυρόκολλον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυρόκολλα — ἡ, ΜΑ κόλλα που παρασκευαζόταν από βοδινά δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κόλλα] … Dictionary of Greek
ταυροκόλλης — ταυρόκολλα glue made from bulls hides fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυροκόλλῃ — ταυρόκολλα glue made from bulls hides fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυρόκολλαν — ταυρόκολλα glue made from bulls hides fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυροκολλώδης — ῶδες, Α [ταυρόκολλα] όμοιος με ταυρόκολλα* … Dictionary of Greek
ταυρόκολλον — τὸ, ΜΑ ταυρόκολλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυρόκολλα, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek